- αιτίαση
- ηκατηγορία, μομφή: Οι αιτιάσεις του εναντίον μου είναι αστήριχτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιτίαση — η (Α αἰτίασις) [αἰτιῶμαι] 1. κατηγορία, καταγγελία 2. παράπονο, μομφή … Dictionary of Greek
αἰτιάσῃ — αἰτιάσηι , αἰτίασις complaint fem dat sg (epic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse fut ind mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτίωσις — αἰτίωσις ( εως), η (Μ) [αἰτιῶμαι] η αιτίαση* … Dictionary of Greek
αναιτίαση — η απαλλαγή κάποιου από την εναντίον του κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. discolpa] … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek